- όσφρα
- ὄσφρα, ἡ (ΑΜ)οσμή.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ὀσφραίνομαι*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οσφράδιο — το (Μ ὀσφράδιον) [όσφρα] κάθε ουσία που επενεργεί δραστικά στο νευρικό σύστημα και διεγείρει με την έντονη οσμή της, όπως ο αιθέρας, η αμμωνία κ.ά. νεοελλ. ζωολ. μικρό χημειοαισθητήριο όργανο τού μανδύα τών υδρόβιων μαλακίων το οποίο ελέγχει το… … Dictionary of Greek